- σαρκασμός
- ο сарказм, злая насмешка; язвительное замечание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρκασμός — mockery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκασμός — ο, ΝΑ [σαρκάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκάζω, δηκτικός εμπαιγμός, ειρωνικός λόγος με τον οποίο χλευάζει κανείς κάποιον … Dictionary of Greek
σαρκασμός — ο κακεντρεχής χλευασμός, ειρωνικό γέλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρκασμοῖς — σαρκασμός mockery masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκασμοῦ — σαρκασμός mockery masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκασμούς — σαρκασμός mockery masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκασμῷ — σαρκασμός mockery masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκασμόν — σαρκασμός mockery masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sardonik — Der Begriff Sarkasmus bezeichnet beißenden, bitteren und verletzenden Spott und Hohn.[1] „Sarkasmus“ ist ein latinisiertes griechisches Substantiv (σαρκασμός sarkasmós, „die Zerfleischung, der beißende Spott“, von altgriechisch sarkazein „sich… … Deutsch Wikipedia
Sarkasmus — Der Begriff Sarkasmus bezeichnet beißenden, bitteren Spott und Hohn. Sarkasmus ist ein latinisiertes griechisches Substantiv (σαρκασμός sarkasmós‚ die Zerfleischung, der beißende Spott‘, von altgriechisch sarkazein ‚sich das Maul zerreißen,… … Deutsch Wikipedia
Sarkastisch — Der Begriff Sarkasmus bezeichnet beißenden, bitteren und verletzenden Spott und Hohn.[1] „Sarkasmus“ ist ein latinisiertes griechisches Substantiv (σαρκασμός sarkasmós, „die Zerfleischung, der beißende Spott“, von altgriechisch sarkazein „sich… … Deutsch Wikipedia